εφημεριδοφάγος

εφημεριδοφάγος
ο жадный к чтению газет; пожиратель газет (шутл.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εφημεριδοφάγος" в других словарях:

  • εφημεριδοφάγος — ο αυτός που διαβάζει πολλές εφημερίδες ή που διαβάζει άπληστα ώς την τελευταία γραμμή την εφημερίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφημερίς, ίδος + φαγος (< θ. φαγ τού αορ. έφαγον τού εσθίω). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»